- ιεροκτόνος
- -ο (Μ ἱεροκτόνος, -ον)αυτός που φονεύει ιερείς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)-* + -κτονος (< κτείνω), πρβλ. ανδρο-κτόνος, πατρο-κτόνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek